- οφθαλμαπάτη
- ητο να βλέπει κανείς κάτι διαφορετικά απ' ό,τι πραγματικά είναι ή να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν, πλάνη της όρασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οφθαλμαπάτη — Φαινόμενο κατά το οποίο η οπτική αίσθηση δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, μια εσφαλμένη αντίληψη για τις διαστάσεις, το σχήμα ή τα χρώματα εικόνων και αντικειμένων. Η πιο συνηθισμένη ο. είναι η προοπτική, κατά την οποία από μία δισδιάστατη… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
οφθαλμοπλανία — ὀφθαλμοπλανία, ἡ (Α) απάτη τών οφθαλμών, οφθαλμαπάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + πλανία (< πλανής < πλανώμαι)] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
σκηνογραφία — Σύνολο στοιχείων καλλιτεχνικού και τεχνικού χαρακτήρα που σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση, επιτρέπει την πραγμάτωση του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η σκηνή. Η σ. στο θέατρο συνδέεται με την ιστορία του θεάτρου. Ήδη οι… … Dictionary of Greek
οπτική απάτη — Βλ. λ. οφθαλμαπάτη … Dictionary of Greek
Πιντεμόντε — (Pindemonte). Όνομα δύο αδελφών Ιταλών ποιητών. 1. Ιππόλυτος (1753 – 1828). Έγραψε πολλά αξιόλογα ποιήματα, τα σπουδαιότερα από τα oποία τιτλοφορούνται Η οφθαλμαπάτη (1784), Αγροτικά ειδύλλια (1788) καιΓαλλία (1789). Τα δύο πρώτα χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek